κολχικοῦ

κολχικοῦ
κολχικόν
meadow saffron
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Κολχικοῦ — Κόλχος masc/neut gen sg Κολχικός masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολχικοσίδη — η (φαρμ.) γλυκοσίδη που εξάγεται από τους σπόρους τού κολχικού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. colchicoside (< colchique < κολχικόν < τοπων. Κολχίς) + επίθημα oside (< ose + ide)] …   Dictionary of Greek

  • δηλητηριώδη φυτά — Όλα τα φυτά που περιέχουν ουσίες (κυρίως αλκαλοειδείς και γλυκοσίδια) βλαβερές για τον άνθρωπο και τα ζώα. Οι ουσίες αυτές αποτελούν βασικά δηλητήρια και η εμπειρική και ανεξέλεγκτη χρήση τους μπορεί να προκαλέσει δηλητηριάσεις, λιγότερο ή… …   Dictionary of Greek

  • Λαγκαδά, δήμος — Δήμος (16.836 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο καθώς και τις πρώην κοινότητες Αναλήψεως, Ηρακλείου, Καβαλλαρίου, Κολχικού, Λαγυνών, Περιβολακίου και Χρυσαυγής, οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”